ΓΚΙΩΝΑ, ΒΑΡΔΟΥΣΙΑ, ΟΙΤΗ.  ΣΤΟ ΜΟΝΟΠΑΤΙ ΤΟΥ ΗΡΑΚΛΗ

ΓΚΙΩΝΑ, ΒΑΡΔΟΥΣΙΑ, ΟΙΤΗ. ΣΤΟ ΜΟΝΟΠΑΤΙ ΤΟΥ ΗΡΑΚΛΗ

Είθισται κάτι καινούργιο να πηγάζει, να έχει απαρχή. Στη δική μας διαδρομή, συμβαίνει το αντίθετο. Ως θνητοί κι αποδυναμωμένοι απόγονοι του Ηρακλή, θα ξεκινήσουμε ένα ταξίδι από την καρδιά του γαλαζοπράσινου Μόρνου, τη λίμνη του. Θα περιπλανηθούμε στo σώμα των μυθικών ογκόλιθων της Γκιώνας, των Βαρδουσίων και της Οίτης, ακολουθώντας τις αρτηρίες του ποταμού, και θα καταλήξουμε στην πηγή, κάπου εκεί κοντά στο ανθρώπινο τέλος του Ηρακλή, ελπίζοντας κι εμείς για προσωπική ανύψωση σε ολύμπια αθανασία. Δεν θα πω με σιγουριά αν θα τύχει να αναμετρηθούμε με τέρατα, θα πω όμως τούτο: Πως νοείται κατόρθωμα και όφελος να γνωρίζεις από κοντά τα μυστικά της πατρίδα σου…

Τα πρώτα χιόνια έχουν ήδη πέσει και, με τη συνθετική μας λεοντή κατάσαρκα, κάνουμε μια πρώτη στάση να χαζέψουμε το τεχνητό φράγμα που ξεδιψάει την πρωτεύουσα από το 1979. Στο έργο αυτό κοιμάται μια θυσία, χρόνια κρυμμένη στην κοιλότητα της λίμνης. Κάπου κάπου, εξαιτίας της λειψυδρίας, σαν ακίνδυνη πια Λερναία Ύδρα, ξεπροβάλλει το χωριό Κάλλιο, αφήνοντας για λίγο να φανούν τα απομεινάρια μιας ευτυχισμένης ζωής μέχρι να βυθιστεί ξανά στον αργό μα βέβαιο υδάτινο θάνατό του.

Γκιώνα

Στα κάτω άκρα της Γκιώνας συναντούμε τη «Δωρική Ελβετία», όπως αποκαλούν οι ντόπιοι το Λιδωρίκι. Διοικητικό και συγκοινωνιακό κέντρο, έδρα του δήμου Δωρίδος, εξυπηρετεί 56 χωριά. Υπό το άγρυπνο βλέμμα της εκκλησίας της Παναγιάς κάνουμε μια βόλτα στο βρεγμένο λιθόστρωτο της πλατείας. Σύμβολο ο γεροπλάτανος, δένει χρωματικά με τα λαμπυρίζοντα απ’ τη βροχή χρυσόφυλλα, που στοιβάζονται άτακτα μέχρι το μπλε παραθυρόφυλλο, να φτάσουν στην ψευδαίσθηση της φλογίτσας που σιγοτρέμει στο εσωτερικό της παλιάς ταβέρνας Στην ενίσχυση της τοπικής οικονομίας, εκτός από την κτηνοτροφία συμβάλλουν και τα αρκετά μαγαζάκια που έχουν φτιαχτεί. Ένα σύγχρονο καφέ μάς εντυπωσιάζει, αφού στο εσωτερικό του διατηρεί εκθέματα του 1924 από τον παλιό ξυλόφουρνο που βρισκόταν «ακριβώς εδώ», όπως φανερώνει το όνομα «Αδεδώ». Ο καιρός είναι με το μέρος μας, φωτογραφικά. Ανηφορίζοντας, η αραιή ομίχλη μάς επιτρέπει το ταίριασμα των αντιθέσεων και όσο το νήμα των καιρών δεν κόβεται, εγώ θα βλέπω ένα κλεμμένο χρυσό δέντρο των Εσπερίδων να κρύβεται καλά στο βαθυπράσινο των αμέτρητων ελάτων. Ξάφνου, σαν διαμάντι ακατέργαστο που θαρρείς έσκισε τη μήτρα της γης, ορθώνεται μπροστά μας η Γκιώνα. Με κλίση αρνητική, υπερφυσική κι επιβλητική φαντάζει σαν μαινόμενος Κένταυρος, που μας διατάζει να προσέξουμε το χωριό που φροντίζει, κρατώντας του παντοτινή σκιά. Βρισκόμαστε στη Συκιά, όπως φανερώνει η πινακίδα. Κι όμως το όνομα του χωριού δεν ήταν πάντα αυτό, αλλά και Σκιά, καθώς 2-3 ώρες το πολύ το ξεγελάει η λιακάδα. Όπως το κοιτώ να στηρίζεται σε τρεις απόκοσμες σπηλιές, το βαφτίζω «Σκοτεινό χωριό» και επικαλούμαι τη ρομαντική οπτική ενός Ντελακρουά για να του αλλάξει λίγο την όψη, με χρώματα μελανά και πορφυρές πινελιές στις κεφαλές των σπιτιών, κάνοντάς το ακόμη πιο μυστήριο κόσμημα στα πόδια του βουνού. Το μέρος είναι παγκοσμίως γνωστό στους ορειβατικούς κύκλους, μόνο που ο τουρισμός του δεν είναι ανεπτυγμένος, αφού μεγάλα λεωφορεία δεν μπορούν να εισέλθουν στο κέντρο, το ξενοδοχείο δεν λειτουργεί πια, ενώ οι λιγοστές ταβέρνες αργοπεθαίνουν. Διαθέτει όμως λαογραφικό μουσείο. Μια συνάντηση με τον κύριο Κώστα Καραγεώργο, τον εκκλησιαστικό επίτροπο της Αγίας Παρασκευής Συκιάς, θα μας μάθει κάτι ακόμα για τον τόπο. Με δύναμη μυθικού ταύρου ανεβαίνει το 4x4 στην Γκιώνα μέχρι το ιερό σπήλαιο της Παναγίας Αρσαλής. Η θέα συναγωνίζεται εκείνη των Άλπεων, ενώ ο ολόλευκος σταυρός ύψους 6 μ. προδίδει τον μαρτυρικό θάνατο ενός μοναχού στα χέρια των Τούρκων. Με υγρό βλέμμα ο κύριος Κώστας μάς οδηγεί στο εσωτερικό του σπηλαίου. Συγκινείται όταν μιλάει γι’ αυτό και τις προσπάθειες ανάδειξής του. Κλαίει και η Παναγιά από κάθε βράχο, δημιουργώντας μια ψευδαίσθηση απουσίας διαστάσεων, αφού παντού βλέπεις να αντανακλώνται στο νερό καθρεφτάκια βιτρό. Ξεναγηθήκαμε και πίσω από το ιερό, όπου το σπήλαιο συνεχίζει την εξέλιξή του. Γιορτάζει της Ζωοδόχου Πηγής, ενώ συντροφιά τού κρατάει η σπηλιά με τον ναό του Αγίου Δημητρίου. Χαιρετώντας από μακριά στο απέναντι βουνό, τον Κονιάκο, που έχει πάντα ήλιο και γι’ αυτό το καλύτερο κρέας της περιοχής, και με τις ροδιές του αυτοκινήτου να σχηματίζουν πλεξούδες από λασπόνερα, φτάνουμε στη Στρώμη. Μια πέτρινη γούρνα στολίζει την πλατεία της κι εμείς προχωράμε ως την Παναγιά τη Στρωμίτισσα. Η ύπαρξή της οφείλεται στο όραμα και την πίστη ενός Ελληνοαμερικανού, αφού στο σημείο αυτό βρήκε τρεις χάλκινες εικόνες. Βγαίνοντας ξανά στον δρόμο, η θέα ενός φαφλατά καταρράκτη μάς επιβάλει μια στάση. Μικρά ιριδίζοντα σταγονίδια, που δραπετεύουν από τον γαλακτερό μανδύα του, χάνο - νται στο φως του ήλιου, που μόλις έχει βγει. Κι είναι εντυπωσιακό πόσο μετρημένος οργανισμός είναι η φύση, που δεν αντέχει τόση ένταση, όταν ο καταρράκτης γρηγορεύει να περάσει κάτω απ’ το γεφυράκι, να αλλάξει όψη και να συνεχίσει νωχελικά το ταξιδιάρικο μονοπάτι του. Περνώντας τον Πανουργιά, το χωριό των μεγάλων Ηρώων του ’21, κατα - λήγουμε στην Καλοσκοπή ή αλλιώς Κουκουβίστα ή ακόμη καλύτερα Μπαλκόνι της Γκιώνας, αφού εξασφα - λίζει ιδανικό αγνάντι ως τον ορίζοντα. Σε αυτό το χωριό όλα τα δέντρα αν - θίζουν. Στο πυκνό του όμως ελατόδα - σος, ένα τριήμερο το καλοκαίρι συμ - βαίνει κάτι ιδιαίτερο. Ένα ακουστικό πάντρεμα μεταξύ των «Ήχων του δάσους», όπως λέγεται το μουσικό φεστιβάλ, και οι πραγματικοί ήχοι του δάσους σού μαγεύουν το μυαλό. Και είναι σίγουρα οι κουκουβάγιες αυτές που σωπαίνουν πρώτες μπροστά στη μελωδία, γιατί εκ πείρας γνωρίζουν πώς να βιώνουν σωστά το συναίσθη - μα της νυχτερινής μοναξιάς. Πιο πέρα οι Αμαζόνες σαστισμένες κατεβάζουν τα τόξα και στήνουν χορό, όταν ακούν τον Μάλαμα να υμνεί τη «Νεράιδα». Παντού μπροστά μας, σμήνη μι - κροσκοπικών πράσινων πουλιών στήνουν γειτονιές στο οδόστρωμα. Δεν προλαβαίνω να τα δω, καθώς διαλύονται γρήγορα και εξαφανίζο - νται στα έλατα. Όχι, δεν είναι τόσο τρομακτικά σαν Στυμφαλίδες Όρνιθες, μα σίγουρα είναι μυθικά πλάσματα, που τα ονομάζω ιπτάμενα βατράχια αφού δεν καταφέρνω ποτέ να μάθω το είδος τους.

Βαρδούσια

Παραμερίζοντας τη σκέψη μου, συνεχίζουμε τη βόλτα και σε άλλα χωριά της περιοχής. Βγαίνοντας από την πορεία μας συναντάμε το χωριό Πυρά, τακτοποιημένο στις πλαγιές της Οίτης, το Μαυρολιθάρι με την τεράστια πλατεία του, και την Καστριώτισσα, με το αρχαίο κάστρο της, που πετρώνει ακόμη, τα πουρνάρια, το πολύχρωμο καμπαναριό και τις σπάνιες εξωτερικές τοιχογραφίες. Σιγά σιγά φτάνουμε στον Αθανάσιο Διάκο. Το χωριό, χτισμένο στα Βαρδούσια σε υψόμετρο 1.050 μ., απέχει σχεδόν 3 ώρες από την Αθήνα. Ιδανικό για χειμερινές αλλά και θερινές διακοπές, πάντα προσβάσιμο ακόμα και όταν χιονίζει, αλλά και αναρριχητικός πόλος έλξης με το καταφύγιο στα 2.000 μ. Διαθέτει αρκετούς ξενώνες, όπως το Μετερίζι, ο Ραβάνης, οι Καστανιές και τα Βαρδούσια, καθώς και αρκετές ταβέρνες. Το καλοκαίρι πραγματοποιούνται εδώ εκδηλώσεις, όπως οργανωμένες αστροβραδιές και πανηγύρια. Κάποτε ονομαζόταν Άνω Μουσουνίτσα, μα οι κάτοικοι το τίμησαν με το όνομα του δικού τους ήρωα, αφού φημολογείται πως εκεί που σήμερα δεσπόζει το μουσείο, ήταν κάποτε το σπίτι του. Ο ανδριάντας του Αθανασίου Διάκου στέκει αγέρωχος στην πλατεία του χωριού από το 1922, ενώ στο μουσείο μπορεί κανείς να θαυμάσει αυθεντικό πολεμικό εξοπλισμό, τη φορεσιά του κ.ά. Σε ένα μικρό χαριτωμένο καφέ με το όνομα «Ορεινόν Παντοπωλείο» περιεργαζόμαστε τον τεράστιο πλάτανο, που καλημερίζει την εκκλησιά του Σωτήρος από το 1872 ως και σήμερα. Η χειροποίητη κοτόπιτα της ιδιοκτήτριας κυρίας Εύας Δεστούνη απογειώνει τις αισθήσεις και δένει καλαίσθητα με το χαρούμενο περιβάλλον. Με ένα γλυκό χαμόγελο κι έναν ζεστό καφέ η κυρία Εύα είναι πρόθυμη να μας δώσει όσες πληροφορίες χρειαζόμαστε. Μια εξόρμηση στο χωριό θα μας οδηγήσει στο ποτάμι, ακριβώς κάτω από την πλατεία. Λέγεται πως τις πανσέληνες νύχτες μια μορφή εμφανίζεται κάπου ανάμεσα στη ζωή και στον θάνατο, σαν άλλος Κέρβερος, να φυλάει τις πύλες του Άδη. Η βόλτα μας στα πετρόσπιστα τελειώνει. Μεσημέριασε άλλωστε και θέλουμε να απολαύσουμε το περίφημο ρουμελιώτικο λουκάνικο στον Ραβάνη. Μια μικρή σιέστα στον παραδοσιακό ξενώνα του, που μας φιλοξενεί, και είμαστε έτοιμοι να γνωρίσουμε τους ανθρώπους του χωριού. Περιμετρικά της πλατείας υπάρχουν κι άλλες ταβέρνες. Επιλέγουμε το Μετερίζι για τσιπουράκι και ζεστή ατμόσφαιρα, την οποία δημιουργεί όχι μόνο η ξυλόσομπα μα και το θερμό καλωσόρισμα του ιδιοκτήτη, κ. Κωνσταντίνου Μαστροκωστόπουλου, καθώς και η παραδοσιακή διακόσμηση, που σε ταξιδεύει στα ηρωικά χρόνια της Επανάστασης. Υπάρχει και το κελάρι του Μπαρμπαγιάννη, μόνο που λειτουργεί συνήθως τα Σαββατοκύριακα. Έχει βραδιάσει για τα καλά και η χιονισμένη κορυφογραμμή ρίχνει το φεγγάρι πάνω στην πλατεία. Ο ανδριάντας, λουσμένος στο μπλε φως του σταυρού του ρολογιού, φαντάζει ακόμη πιο σοβαρός την ώρα που αποχαιρετώ το χωριό.

Οίτη

Η επόμενη ημέρα μάς βρίσκει στον τελευταίο μας σταθμό. Εκεί, στο βουνό της Οίτης και σε υψόμετρο 1.040 μ., συναντάμε την Παύλιανη. Το όνομά της λέγεται πως το οφείλει στην εγκατάσταση αιρετικών Παυλιανιτών που εκδιώχθηκαν από τη Βουλγαρία. Όπως ο Αθανάσιος Διάκος, έτσι και η Παύλιανη δεν είναι πέρασμα αλλά προορισμός μας, λέει με τη ζεστή φωνή της η κυρία Πόπη Νομικού, καθώς μας κερνάει τσίπουρο και εκλεκτούς μεζέδες στο μαγαζί της «Ξύλο και παράδοση». Χωρίς να κατάγεται από τον τόπο, είναι φανερό πόσο τον αγάπησε αφού με τον σύζυγό της Νικόλαο έχουν εγκατασταθεί εκεί από χρόνια. Ούτε η Παύλιανη αποκλείεται από τον χιονιά, αν και έχει τουρισμό όλο τον χρόνο, καθώς προσφέρει φυσική ομορφιά –επιτρέποντας στο βλέμμα να φτάσει ως τη Στυλίδα–, μα και πολλούς ξενώνες και εστιατόρια. Αποτελεί επίσης αφετηρία για εκδρομές στον εθνικό Δρυμό της Οίτης. Ίσως από τα πιο όμορφα στοιχεία της Άνω Παύλιανης είναι το ξυλόγλυπτο τέμπλο και το πετρόχτιστο καμπαναριό του Αγίου Αθανασίου, που χρονολογείται το 1868. Ο γλυκύτατος κύριος Γιώργος Ρηγάκης, ιδιοκτήτης της ομώνυμης ταβέρνας του χωριού, μας έκανε ένα πολύ όμορφο δώρο. Μας ανέβασε πάνω στο καμπαναριό. Και δεν είναι τόσο η θέα, που μας συνεπήρε, μα τα εντυπωσιακά σκαλοπάτια, που σαν κλαδιά ξεφυτρώνουν από τον τοίχο. Μέσα από τη μικροσκοπική διάμετρο του φαναριού της σπειροειδούς σκάλας διακρίνω μόνο ένα χεράκι, που σαν την αρπάζει να κρατηθεί, δηλώνει την ταπεινή του υπόσταση. Άλλο ένα κέρασμα από τον κύριο Γιώργο και κατηφορίζουμε στα στενά του χωριού. Στα λούκια των σπιτιών, μια καλλίγραμμη μπαλαρίνα επιδίδεται σε χορευτικές φιγούρες, ενώ πιο κει ένας άντρας ακροβατεί μονοδιάστατα. Μια γατούλα χαζεύει τη σκιά της με υπερρεαλιστική διάθεση και μια χαρωπή παιδική πέτρινη φατσούλα στέλνει κερασένια φιλιά στο ροζ απορριμματοφόρο. Το εξωτερικό των περισσότερων κτισμάτων ντύνεται τις καλλιτεχνικές παρεμβάσεις των νέων του χωριού αποτινάσσοντας την γκρίζα ρουτίνα του. Και αυτό είναι μόνο η αρχή. Σαν αγαπάς τον τόπο σου, έχεις την ικανότητα να κάνεις και τον επισκέπτη να τον αγαπήσει. Μια πινακίδα «Πάρκο αναψυχής» και κατεβαίνουμε. Η κρεμαστή γέφυρα μου προξενεί λίγο άγχος, αφού κουνιέται αρκετά. Έκπληκτη σκέφτομαι πως πρώτη φορά θα περπατήσω πάνω σ’ ένα μουσικό όργανο, ένα αιωρούμενο πιάνο. Λα σι ντο μι... και η καρδιά ζητά πρωτίστως την ευχαρίστηση. Δεν παίρνω μαθήματα πιάνου αυτήν τη στιγμή αλλά μαθήματα ζωής. Σε μια σφαίρα καταπράσινου κλοιού, στα πόδια μου το ήρεμο κελάρυσμα του Ασωπού κι εγώ μεταπηδώ από τη δίεση στην ύφεση, κοντοστέκομαι καταμεσής κι εναρμονίζω νου και σώμα στο λίκνισμα της γέφυρας. Με τα μάτια ορθάνοιχτα πια, δεν φαντάζομαι, μα βλέπω ξεκάθαρα πως όλα χορεύουν γύρω μου. Πίσω αριστερά μου μια οπή στον βράχο και ένα σήμα που δείχνει τον μονόδρομο που σου προσφέρει ο βαρκάρης. Όχι, δεν έχω κέρμα μαζί και δεν θέλω να περάσω απέναντι. Είμαι στην ταινία «Μαθήματα πιάνου», είμαι γυναίκα και διεκδικώ τον τίτλο της μουσικής σύνθεσης που ακούω πάνω στη γέφυρα της ζωής. “The heart asks for pleasure first”. Αναζητώντας λοιπόν προσωπική ευδαιμονία, συνεχίζω στο εσωτερικό του δάσους. Μπροστά μου, ο παλιός πέτρινος νερόμυλος, το νεροπρίονο, το μαντάνι και η νεροτριβή συνθέτουν το μουσείο της υδροκίνησης μιας περασμένης δυναμικής. Νοσταλγικά ισορροπώ στο πολύχρωμο μονοπάτι διαβάζοντας τις έξυπνες και χαριτωμένες ταμπελίτσες που στολίζουν τους κορμούς των δέντρων. Ένα παγκάκι φτιαγμένο στα μισά του, αφήνει χώρο στο μικρό ελατάκι να μεγαλώσει ανάμεσά του. Οικολογική συνείδηση; Αγάπη για τη φύση, για τον άνθρωπο; Όπως και να το δει κανείς, δεν είναι τίποτα άλλο παρά το μικρό ευχαριστώ για την ύπαρξή μας. Το παγκάκι του κοψομεσιασμένου, το τζακούζι, το τελεφερίκ και, πάνω απ’ όλα, ο θρόνος του Δία, μα η ανάβαση μόνο για τους τολμηρούς. Όχι, δεν θα ανέβω, δεν αποζητώ πια την αθανασία. Ίσως να πλησιάσω λίγο εκεί στην Πυρά του Ηρακλέους, στον ναό του. Σ’ αυτό το μέρος με τη μαγευτική θέα των αμέτρητων βουνοκορφών, επιλέγουμε να λήξει το οδοιπορικό μας. Κι ενώ γνωρίζω πως ο Δίας από τον θρόνο του καθημερινά προτρέπει τον Φιλοκτήτη να ανάψει τη φωτιά στον Ηρακλή, εγώ θα κλείσω το μάτι πονηρά και, με λίγο ύδωρ από την πηγή του Μόρνου, θα σβήσω την πυρά. Ως αφανείς ήρωες δεν αξιώνουμε τιμές, μα εντέλει εκτιμούμε κι αποζητούμε την ομολογουμένως φθαρτή μα τόσο συναρπαστική θνητή μας διαδρομή.

https://epathlo.gr/gkiona-bardousia-oith